ντρέτο

ντρέτο
και ντρίτος, -η, -ο (Μ ντρέτος και ντρίτος, -η, -ον)
1. ευθύς, ίσιος
2. (για πρόσ.) ευθύς στον χαρακτήρα και στους τρόπους, ειλικρινής, τίμιος, ντόμπρος
μσν.
το ουδ. ως ουσ. τὸ ντρέτο
ευθύτητα, ειλικρίνεια.
επίρρ...
ντρέτα (Μ)
1. ίσια, στην ίδια ευθεία
2. με ειλικρίνεια, με ευθύτητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βεν. dreto < λατ. directus «ευθύς». Ο τ. ντρίτος < ιταλ. dritto].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”